ομόδουλος

ομόδουλος
-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ ὁμόδουλος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος
δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους
νεοελλ.-μσν.
(για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία
αρχ.
αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την ίδια γυναίκα.
επίρρ...
ὁμοδούλως (Μ)
όπως οι ομόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + δοῦλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόδουλος — fellow slave masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλοιν — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλοις — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλου — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλους — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλων — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλῳ — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόδουλοι — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόδουλον — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”