- ομόδουλος
- -η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ ὁμόδουλος, -ον)(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλοςδούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλουςνεοελλ.-μσν.(για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογίααρχ.αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την ίδια γυναίκα.επίρρ...ὁμοδούλως (Μ)όπως οι ομόδουλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + δοῦλος].
Dictionary of Greek. 2013.